φιλαργικός

φιλαργικός
φῐλαργικός, , όν, ([etym.] ἀργός)
A contemplative, dub. in Fulg.Myth.2.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλαργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός 2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”